αμφιθυμία

αμφιθυμία
η (Ψυχολ.)
η συνύπαρξη δύο αντιθέτων συναισθημάτων, βουλήσεων, συλλογισμών, ορμών σε διάφορες ψυχοπάθειες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < amphithymia, νεολατιν. επιστημον. όρος, ελληνογενής < αμφι-* + -θυμία < θυμος < αρχ. θυμός «ψυχή, πνεύμα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αμφίθυμος — η, ο [ἀμφιθυμία] αυτός που εμφανίζει αμφιθυμία* …   Dictionary of Greek

  • αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… …   Dictionary of Greek

  • σχιζοειδής — ές, Ν 1. (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που τείνει σε ανάπτυξη σχιζοειδούς προσωπικότητας 2. φρ. «σχιζοειδής ιδιοσυγκρασία» ή «σχιζοειδής προσωπικότητα» (ιατρ. ψυχολ.) ψυχικός τύπος που χαρακτηρίζεται κυρίως από ακοινωνησία, αυτισμό, ενδοστρέφεια,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”